-
1 λᾱο-τρόφος
λᾱο-τρόφος, das Volk, Menschen ernährend, πόλις, τιμά, Pind. Ol. 5, 4. 6, 60; – λᾱό-τροφος, vom Volke ernährt.
-
2 λᾱο-βότος
λᾱο-βότος, = λαο-τρόφος, Hesych.
-
3 λαο-
-
4 λᾱό-δικος
-
5 λᾱο-πόροι
λᾱο-πόροι, μηχαναί, αἱ, das Volk übersetzender Bau, von der Brücke des Xerxes über den Hellespont, Aesch. Pers. 113.
-
6 λᾱο-παθής
λᾱο-παθής, ές, vom Volk erlitten, ἁλίτυπα βάρη, Aesch. Pers. 907.
-
7 λᾱο-πλάνος
λᾱο-πλάνος, ὁ, Volksverführer, Ios., K. S.
-
8 λᾱο-σεβής
-
9 λᾱο-τόρος
λᾱο-τόρος, Steine durchbohrend, Paul. Sil. Ecphr. 188 u. öfter.
-
10 λᾱο-τόμος
-
11 λᾱο-τύπος
-
12 λᾱο-τέκτων
λᾱο-τέκτων, ονος, ὁ, Steinbauer, Mauerer, Crinag. 36 (VII, 380).
-
13 λᾱο-τίνακτον
λᾱο-τίνακτον, ὕδωρ, vom Steine erschüttert, Bian. 4 (IX, 272).
-
14 λᾱο-φόρος
-
15 λᾱο-φόνος
-
16 λᾱο-φθόρος
λᾱο-φθόρος, Volk, Menschen verderbend, vertilgend, στάσις, Theogn. 779.
-
17 λᾱο-βόρος
-
18 λᾱο-βότειρα
λᾱο-βότειρα, ἡ, das Volk nährend, γαῖα, Orph. Lith. 708.
-
19 λᾱο-ξόος
λᾱο-ξόος, Steine glättend, behauend, Ep. ad. (App. 305) u. a. Sp.
-
20 λᾱο-κρατέομαι
λᾱο-κρατέομαι, = δημοκρατέομαι, Sp.
См. также в других словарях:
λαο- — (AM λαο ) πρώτο συνθετικό λέξεων τής Ελληνικής που σημαίνουν ότι αυτό που δηλώνεται από το δεύτερο συνθετικό γίνεται από τον λαό (λαοκρατία, λαόδικος) ή προς ωφέλεια τού λαού (λαοπόρος) ή αναφέρεται γενικότερα στον λαό (λαογράφος, λαοπλάνος,… … Dictionary of Greek
Λάο Τσε — (Lao tzu). Κινέζος φιλόσοφος, ο εισηγητής της σχολής του ταοϊσμού. Δεν είναι επιβεβαιωμένο ότι πρόκειται για ιστορικό πρόσωπο. Μεταφορικά, το όνομά του σημαίνει ηλικιωμένος άνθρωπος. Σύμφωνα με αρκετές πηγές έζησε από το 604 έως το 531 π.X.,… … Dictionary of Greek
Πάτετ-Λάο — Ονομασία του Λάος που δόθηκε από το εθνικιστικό κίνημα Λάο Ισάρα (Ελεύθερο Λαοτινό Κόμμα) μετά την αντιαποικιακή εξέγερση του Οκτωβρίου 1945. Με την ίδια ονομασία χαρακτηριζόταν συνήθως και το Ενιαίο Εθνικό Μέτωπο του Λάος, που συγκροτήθηκε το… … Dictionary of Greek
λαός — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα B με την Κίνα και το Βιετνάμ, στα Α με το Βιετνάμ, στα Ν με την Καμπότζη, στα Δ με τη Ταϊλάνδη και στα ΒΔ με τη Μυανμάρ.Tο Λ. είναι το μοναδικό κράτος της χερσονήσου της Ινδοκίνας που δεν βρέχεται… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Βιετνάμ — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας.Συνορεύει Β με την Κίνα, Δ με την Καμπότζη και το Λάος, ενώ Α και Ν βρέχεται από τη Νότια Θάλασσα της Κίνας, και πιο συγκεκριμένα από τον Κόλπο του Τονκίν ΒΑ, τον Κόλπο της Ταϊλάνδης ΝΔ και στην υπόλοιπη… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
δημοκρατία — Όρος που υποδηλώνει το πολιτικό σύστημα στο οποίο ο λαός ασκεί την εξουσία. Ωστόσο, ένας τέτοιος ορισμός της έννοιας δεν συμφωνεί με τις διάφορες και κάποτε αντιφατικές ερμηνείες που έχουν δοθεί σε αυτή τη βασική λέξη του σύγχρονου πολιτικού… … Dictionary of Greek
Εβραίοι — Αρχαίος σημιτικός λαός από τη Χαλδαία, που εγκαταστάθηκε κατά τα τέλη της 2ης χιλιετίας π.Χ. στη Γη της Χαναάν. Η ονομασία του οφείλεται, κατά την παράδοση, στον Έβερ, απόγονο του Σημ, γιου του Νώε. Οι Ε. ονομάζονταν επίσης και Ισραηλίτες, όνομα… … Dictionary of Greek